- κεφαλόπτερος
- οζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας cotingidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalopterus < cephal- (πρβλ. κεφαλ[ο]-*) + -pterus < πτερόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοτιγκίδες — (cotingidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών της υπόταξης των τυράννων, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 79 είδη. Έχουν μήκος 9 45 εκ. και φτέρωμα με ποικίλο χρωματισμό (τα αρσενικά μπορεί να έχουν εντονότερα χρώματα), συχνή παρουσία λοφίων… … Dictionary of Greek
μοβουλίδες — (mobulidae). Οικογένεια ψαριών. Τα κυριότερα γένη της οικογένειας είναι η μοβούλη και η μάντα ή κεφαλόπτερος. Έχουν μυτερά στηθικά πτερύγια, τοποθετημένα κοντά στα μάτια, που βρίσκονται στα πλάγια. Σε κάθε πλευρά του κεφαλιού υπάρχουν προεξοχές… … Dictionary of Greek